χλωροκύστη

χλωροκύστη
και, λόγιος τ., χλωροκύστις, -εως, η, Ν
βοτ. α) γένος μονοκύτταρων χλωροφυκών τής τάξης χλωροκοκκώδη
β) καθένα από τα μικρά κύτταρα τραπεζοειδούς διατομής χωρίς χλωροπλάστες, που απαντούν στα φυλλίδια τών σφάγνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorocystis < χλωρ(ο)-* + κύστις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”